τίγαρις

τίγαρις
και τιγάρις Ν
(διστακτικό μόριο) μήπως, μη τάχα («τιγάρις είμαι νιόνυφη τα χέρια να φιλήσω», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τί γάρ + επιρρμ. κατάλ. -ις- (πρβλ. μήγαρις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”